- ἱλεοῦμαι
- ἱλάομαιpres ind mp 1st sgἱλεόομαιpres ind mp 1st sgἱ̱λεοῦμαι , ἱλεόομαιpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιλεούμαι — ἱλεοῡμαι, όομαι (ΑΜ) [ίλεως] ιλάσκομαι* … Dictionary of Greek
εξιλεούμαι — όομαι βλ. εξιλεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιλεούμαι «γίνομαι ευνοϊκός» (< ίλεως, ιων. αττ. τ. τού ίλᾱος < ρίζα ιλ τού ιλάσκομαι)] … Dictionary of Greek
ιλέωσις — ἱλέωσις, ἡ (Α) [ιλεούμαι] εξιλέωση … Dictionary of Greek
ιλεωτήριον — ἱλεωτήριον, τὸ (Α) [ιλεούμαι] ιλαστήριον (βλ. ιλαστήριος) … Dictionary of Greek
ιλεωτικός — ἱλεωτικός, ή, όν (Α) [ιλεούμαι] εξευμενιστικός … Dictionary of Greek